- δευτεροστάτης
- δευτεροστάτης, ο (Α)1. αυτός που στέκεται στη δεύτερη σειρά τού χορού2. πληθ. δευτεροστάταιστρατιώτες παραταγμένοι στη δεύτερη σειρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δευτεροστάτης — one who stands in the rear file of the Chorus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεροστάται — δευτεροστάτης one who stands in the rear file of the Chorus masc nom/voc pl δευτεροστάτᾱͅ , δευτεροστάτης one who stands in the rear file of the Chorus masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεροστάτην — δευτεροστάτης one who stands in the rear file of the Chorus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεροστάτῃ — δευτεροστάτης one who stands in the rear file of the Chorus masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
λαυροστάτης — Χορευτής του μεσαίου στοίχου του Χορού στο αρχαίο θέατρο. Ονομαζόταν και δευτεροστάτης ή υποκόλπιος. Ο Χορός εμφανιζόταν συνήθως διαιρεμένος σε τρεις στοίχους και ο λ. ήταν δεύτερης κατηγορίας χορευτής … Dictionary of Greek